Αυλακώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αυλακώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виїмка, паз, рутина, гузка, жолобок, борозна, рез, борозда
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλακώνω
αυλακώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αυλακώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αυλή στα ουκρανικά - корт, дзявкання, дворище, подвір'я, урядування, двір, двор
- αυλαία στα ουκρανικά - завіска, фіранка, завіса, занавіска, завісу, знявся
- αυλητής στα ουκρανικά - флейтист, волинщик
- αυλικός στα ουκρανικά - підлесник, придворний
Τυχαίες λέξεις
Αυλακώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: виїмка, паз, рутина, гузка, жолобок, борозна, рез, борозда
Μεταφράσεις: виїмка, паз, рутина, гузка, жолобок, борозна, рез, борозда