Пара στα ελληνικά

Μετάφραση: пара, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατμός, ζευγάρι, αχνίζω, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο
Пара στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бекання στα ελληνικά - βελάζω, βέλασμα, ΒΑΑ, BAA, της BAA, η ΒΑΑ
  • давати στα ελληνικά - δίνω, παραδίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
  • засівши στα ελληνικά - zasivshy
  • крига στα ελληνικά - πάγος, πάγου, πάγο, με πάγο, παγωμένο
Τυχαίες λέξεις
Пара στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατμός, ζευγάρι, αχνίζω, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο