Пасажир στα ελληνικά
Μετάφραση: пасажир, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβάτης, επιβατών, επιβάτη, επιβατικών, επιβατηγά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безкарність στα ελληνικά - ατιμωρησία, ατιμωρησίας, της ατιμωρησίας, την ατιμωρησία, η ατιμωρησία
- дорогоцінний στα ελληνικά - γκρεμός, πολύτιμος, τιμαλφής, πετράδι, πολύτιμα, πολύτιμο, πολύτιμων, ...
- завалитися στα ελληνικά - θρυμματίζω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
- клір στα ελληνικά - ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
Τυχαίες λέξεις
Пасажир στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβάτης, επιβατών, επιβάτη, επιβατικών, επιβατηγά
Μεταφράσεις: επιβάτης, επιβατών, επιβάτη, επιβατικών, επιβατηγά