Певний στα ελληνικά
Μετάφραση: певний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βέβαιος, οριστικός, ακριβώς, σίγουρος, σαφής, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дозрівання στα ελληνικά - γήρανση, ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, κυοφορία, μεστός, ωρίμανση, ...
- затуманити στα ελληνικά - θολούρα, θαμπάδα, blur, θάμπωμα, θαμπώματος
- катаклізм στα ελληνικά - κατακλυσμός, κατακλυσμό, κατακλυσμού, ο κατακλυσμός
- леденець στα ελληνικά - Lolly, μαντζουνιού, τύπου μαντζουνιού, η Lolly, μαντζούνι
Τυχαίες λέξεις
Певний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βέβαιος, οριστικός, ακριβώς, σίγουρος, σαφής, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο
Μεταφράσεις: βέβαιος, οριστικός, ακριβώς, σίγουρος, σαφής, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο