Пек στα ελληνικά
Μετάφραση: пек, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- викликати στα ελληνικά - συγκαλώ, αψηφώ, προκαλώ, εξορκίζω, αιτία, προτείνω, προξενώ, ...
- вплив στα ελληνικά - αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
- гнутися στα ελληνικά - γέρνω, σκύβω, καμπυλώνεται, στροφή, καμπύλη, καμπύλης, της καμπύλης, ...
- зводити στα ελληνικά - πετεινός, κόκορας, εξαπατήσει, εξαπατούν, παραπλανήσουν, εξαπατήσουν, παραπλανήσει
Τυχαίες λέξεις
Пек στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
Μεταφράσεις: ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα