Перебільшити στα ελληνικά

Μετάφραση: перебільшити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλέω, υπερβάλλω, να, για, σε, με, για να
Перебільшити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • душу στα ελληνικά - ψυχή, ντους, ντουζιέρα, μπανιέρα, ντουζ, ντουζιέρας
  • зарозумілість στα ελληνικά - έπαρση, υπεροψία, αλαζονεία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
  • засовувати στα ελληνικά - πτυχή, πιέτα, χώνω, πτύσσω, ώθηση, ώσης, ώση, ...
  • купчити στα ελληνικά - συσσωρεύω, να είναι στην επιχείρηση, είναι στην επιχείρηση, είναι σε επιχειρηματική, είστε στην επιχείρηση, ήταν στην επιχείρηση
Τυχαίες λέξεις
Перебільшити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλέω, υπερβάλλω, να, για, σε, με, για να