Переводити στα ελληνικά

Μετάφραση: переводити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερμηνεία, εξοργίζω, κίνηση, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται
Переводити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • догма στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
  • зрікатися στα ελληνικά - αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
  • кімнатний στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικό, εσωτερικούς, εσωτερικού
  • метелик στα ελληνικά - πεταλούδα, πεταλούδας, πεταλούδων, πεταλούδες
Τυχαίες λέξεις
Переводити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερμηνεία, εξοργίζω, κίνηση, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται