Переконливий στα ελληνικά
Μετάφραση: переконливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοριστικός, αδιαμφισβήτητος, ισχυρός, πειστικός, αποφασιστικός, πειστική, πειστικά, πειστικό, πειστικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дійсний στα ελληνικά - αυθεντικός, σχεδόν, γνήσιος, ουσιαστικά, απτός, ισχύων, έγκυρος, ...
- заважати στα ελληνικά - παρακωλύω, κρατώ, ματαιώνω, κωλυσιεργώ, καθυστερώ, εμποδίζω, παρακώλυση, ...
- каральний στα ελληνικά - ποινικός, εκδικητικός, μνησίκακος, τιμωρητικός, τιμωρητική, τιμωρίας, κατασταλτικά, ...
- красота στα ελληνικά - καλλονή, ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, Beauty, Κέντρα
Τυχαίες λέξεις
Переконливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοριστικός, αδιαμφισβήτητος, ισχυρός, πειστικός, αποφασιστικός, πειστική, πειστικά, πειστικό, πειστικές
Μεταφράσεις: καθοριστικός, αδιαμφισβήτητος, ισχυρός, πειστικός, αποφασιστικός, πειστική, πειστικά, πειστικό, πειστικές