Καθοριστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переконливий, рішучий, вирішальний, визначник, визначника, определитель
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθοριστικός
καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθοριστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καθορίζω στα ουκρανικά - передбачити, передбачати, вирішувати, уточнити, вирішити, конкретність, встановлювати, ...
- καθορισμένος στα ουκρανικά - покласти, задати, налагодити, налагоджувати, фіксований
- καθρέφτης στα ουκρανικά - Дзеркало, дзеркала, Зеркало
- καθυστέρηση στα ουκρανικά - напад, запізнення, наліт, забаритися, затримка, баритися, зупинення, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: переконливий, рішучий, вирішальний, визначник, визначника, определитель
Μεταφράσεις: переконливий, рішучий, вирішальний, визначник, визначника, определитель