Перекрити στα ελληνικά

Μετάφραση: перекрити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Перекрити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдивлятися στα ελληνικά - περιεργάζομαι, βλέμμα, ατενίζω, όμοιος, ομότιμος, ματιά, κοιτάζω, ...
  • вимірювання στα ελληνικά - πνευματικός, ψυχικός, κρέας, σάρκα, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, ...
  • відстрочений στα ελληνικά - αναβολή, αναβαλλόμενος, αναβαλλόμενη, αναβαλλόμενες, αναβαλλόμενων, αναβαλλόμενης
  • гімнаст στα ελληνικά - τορνευτής, γυμναστής, αθλήτρια, αθλήτριας, gymnast, γυμνάστρια
Τυχαίες λέξεις
Перекрити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη