Перенести στα ελληνικά

Μετάφραση: перенести, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετάθεση, υποφέρω, μεταβίβαση, επιζώ, μεταγράφω, γεννώ, κουβαλώ, μεταφέρω, μετατάσσω, αναβάλει, να αναβάλει, αναβάλλουν, να αναβάλουν, αναβάλουν
Перенести στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гарячіться στα ελληνικά - haryachitsya
  • гомеопатичний στα ελληνικά - ομοιοπαθητικός, ομοιοπαθητικά, ομοιοπαθητικών, τα ομοιοπαθητικά, ομοιοπαθητικό
  • загрожувати στα ελληνικά - απειλώ, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει
  • знімати στα ελληνικά - συλλέγω, κασμάς, μαζεύω, πεζεύω, κατεδαφίζω, αφαίρεση, αφαιρέστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Перенести στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετάθεση, υποφέρω, μεταβίβαση, επιζώ, μεταγράφω, γεννώ, κουβαλώ, μεταφέρω, μετατάσσω, αναβάλει, να αναβάλει, αναβάλλουν, να αναβάλουν, αναβάλουν