Перерва στα ελληνικά
Μετάφραση: перерва, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παύση, σταματώ, διακοπή, διακόπτω, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
Μεταφράσεις
- говір στα ελληνικά - διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
- затівати στα ελληνικά - εφευρίσκω, επινοώ, καταφέρνω, μηχανεύομαι, contrive
- згущати στα ελληνικά - εξατμίζομαι, πήζω, πυκνώνω, δένω, βράζω, συνοψίζω, υγροποιώ, ...
- кредит στα ελληνικά - πίστωση, πίστη, πιστωτικών, πιστωτική, πιστωτικό
Τυχαίες λέξεις
Перерва στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παύση, σταματώ, διακοπή, διακόπτω, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
Μεταφράσεις: παύση, σταματώ, διακοπή, διακόπτω, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο