Διακοπή στα ουκρανικά
Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перерва, замішання, відділення, розривши, поділ, баритися, пауза, розділення, переривання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακοπή
διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διακοπή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διακλάδωση στα ουκρανικά - рамі, філія, філіал, філію, филиал, філії
- διακοπές στα ουκρανικά - свято, звільнення, відпустку, святковий, канікули, відпустка, відпочинок
- διακοσμώ στα ουκρανικά - обробляти, орденами, прикрашати, декорувати, стеклярус
- διακρίσεις στα ουκρανικά - дискримінація, дискримінаційний, проникливість, дискримінацію, дискримінації
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перерва, замішання, відділення, розривши, поділ, баритися, пауза, розділення, переривання
Μεταφράσεις: перерва, замішання, відділення, розривши, поділ, баритися, пауза, розділення, переривання