Переховати στα ελληνικά

Μετάφραση: переховати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρύβω, perehovaty
Переховати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доступ στα ελληνικά - προσπέλαση, προσεγγίζω, πλησιάζω, πρόσβαση, προσέγγιση, είσοδος, μέθοδος, ...
  • зашифровувати στα ελληνικά - κρυπτογραφία, Cypher, με κωδικα, κωδικα, Σάιφερ
  • контекст στα ελληνικά - πλαίσιο, συμφραζόμενα, πλαίσια, το πλαίσιο, πλαισίου
  • курс στα ελληνικά - πλεύση, πραγματεία, πιάτο, επικεφαλίδα, πορεία, διατριβή, φυσικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Переховати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρύβω, perehovaty