Пихкати στα ελληνικά
Μετάφραση: пихкати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γιατί, λαχανιάζω, φούσκα, φύσημα, ρουφηξιά, τζούρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безконечний στα ελληνικά - άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα
- дзвоніння στα ελληνικά - κωδωνοκρουσία, ηχώ, κρούω, βροντώ, βρόντος
- дискант στα ελληνικά - σοπράνο, soprano, τη σοπράνο, υψίφωνο, υψίφωνος
- культивувати στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνομαι, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Τυχαίες λέξεις
Пихкати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γιατί, λαχανιάζω, φούσκα, φύσημα, ρουφηξιά, τζούρα
Μεταφράσεις: γιατί, λαχανιάζω, φούσκα, φύσημα, ρουφηξιά, τζούρα