Λαχανιάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: λαχανιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пихтіння, задихатися, зітхати, здійматися, пихкати, важке дихання, важкий подих, тяжке дихання
Λαχανιάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαχανιάζω

λαχανιάζω συνώνυμο, λαχανιάζω εύκολα, λαχανιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λαχανιάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λατρεία στα ουκρανικά - погіршується, поклоніння
  • λατρεύω στα ουκρανικά - погіршується, поклоніння
  • λαχανικό στα ουκρανικά - поворот, овочевий, овочевої, овочевою, овочевій
  • λαχτάρα στα ουκρανικά - пристрасне бажання, палке бажання, жагуче бажання
Τυχαίες λέξεις
Λαχανιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пихтіння, задихатися, зітхати, здійматися, пихкати, важке дихання, важкий подих, тяжке дихання