Побудувати στα ελληνικά
Μετάφραση: побудувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπόι, χτίζω, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις
- екскурсія στα ελληνικά - εκδρομή, ταξίδι, περιοδεύω, γύρος, περιοδεία, περιήγηση, ξενάγηση, ...
- жадоба στα ελληνικά - βιασμός, κράμβη, απληστία, απληστίας, την απληστία, η απληστία, πλεονεξία
- заміщати στα ελληνικά - υποκαθιστώ, αναπληρώνω, αναπληρωματικός, υποκατάστατο, υποκατάστατα, υποκατάστατων, υποκατάστατου, ...
- конверт στα ελληνικά - φάκελος, φάκελο, φακέλου, κονδύλιο, περίβλημα
Τυχαίες λέξεις
Побудувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπόι, χτίζω, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: μπόι, χτίζω, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει