Ανάστημα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збудуйте, розбудувати, побудувати, збудувати, зростання, ріст, зріст
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανάστημα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα ουκρανικά - жити, задихатися, вмерти, мешкати, задихатись, дихання, подих
- ανάσταση στα ουκρανικά - воскрети, викопувати, воскрешати, воскресати, воскресіння, неділю, неділя, ...
- ανάφλεξη στα ουκρανικά - спалах, запалення, сполох, запав, заворушення, безладдя, сум'яття, ...
- ανάχωμα στα ουκρανικά - насип, набережна, верстак, дамба, насипай, лавка, гатку, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: збудуйте, розбудувати, побудувати, збудувати, зростання, ріст, зріст
Μεταφράσεις: збудуйте, розбудувати, побудувати, збудувати, зростання, ріст, зріст