Погіршуватися στα ελληνικά

Μετάφραση: погіршуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειροτερεύω, επιδεινώνω, υποβαθμίσει, υποβαθμίζουν, να υποβαθμίσει, υποβαθμίσουν, αποικοδομούν
Погіршуватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ампула στα ελληνικά - αμπούλα, φύσιγγα, αμπούλας, φύσιγγας, φιαλίδιο
  • гном στα ελληνικά - επισκιάζω, νάνος, καλικάντζαρος, gnome, του GNOME, το GNOME
  • говірка στα ελληνικά - ομιλία, ομιλίας, λόγου, την ομιλία, λόγο
  • догана στα ελληνικά - παραινώ, ερπετό, κατακρίνω, μέμψη, νουθετώ, ψέγω, επίπληξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Погіршуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειροτερεύω, επιδεινώνω, υποβαθμίσει, υποβαθμίζουν, να υποβαθμίσει, υποβαθμίσουν, αποικοδομούν