Подвоювати στα ελληνικά

Μετάφραση: подвоювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Подвоювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вата στα ελληνικά - βαμβακερό, βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
  • віддаль στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
  • звання στα ελληνικά - τίτλος, αξιοπρέπεια, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι
  • люб'язний στα ελληνικά - αξιαγάπητος, προσηνής, εξυπηρετικός, φιλόφρων, φιλικός, είδος, είδους, ...
Τυχαίες λέξεις
Подвоювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού