Пожвавлено στα ελληνικά
Μετάφραση: пожвавлено, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθυμία, διασκέδαση, κέφι, χαρούμενα, merrily, εύθυμα
Μεταφράσεις
- адже στα ελληνικά - όμως, επειδή, διότι, λόγω, γιατί
- бруд στα ελληνικά - μουρνταριά, συγχέω, μπερδεύω, ανακατεύω, βρωμιά, ακαθαρσίες, χώμα, ...
- вагайтеся στα ελληνικά - διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
- забути στα ελληνικά - ξεχνώ, ξεχνάμε, ξεχάστε, ξεχνούν, ξεχάσετε, ξεχνάτε
Τυχαίες λέξεις
Пожвавлено στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθυμία, διασκέδαση, κέφι, χαρούμενα, merrily, εύθυμα
Μεταφράσεις: ευθυμία, διασκέδαση, κέφι, χαρούμενα, merrily, εύθυμα