Покласти στα ελληνικά
Μετάφραση: покласти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναθέτω, τοποθετώ, εμπιστεύομαι, καθορισμένος, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богодільня στα ελληνικά - άσυλο, ξενών, ξενώνα, ξενώνα φιλοξενίας, ασύλων
- важливе στα ελληνικά - πράγμα, σημαντικό, σημαντικός, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές
- зречіться στα ελληνικά - αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
- клішні στα ελληνικά - τσιμπώ, βουτώ, κλέβω, τσιμπίδα, λαβίς, ταναλιες, ταναλιών, ...
Τυχαίες λέξεις
Покласти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναθέτω, τοποθετώ, εμπιστεύομαι, καθορισμένος, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Μεταφράσεις: αναθέτω, τοποθετώ, εμπιστεύομαι, καθορισμένος, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε