Καθορισμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: καθορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покласти, задати, налагодити, налагоджувати, фіксований
Καθορισμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορισμένος

καθορισμένος συνώνυμο, καθορισμένος συνώνυμα, καθορισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθορισμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καθομιλούμενος στα ουκρανικά - вермут, розмовний, розмовна, розмовну
  • καθορίζω στα ουκρανικά - передбачити, передбачати, вирішувати, уточнити, вирішити, конкретність, встановлювати, ...
  • καθοριστικός στα ουκρανικά - переконливий, рішучий, вирішальний, визначник, визначника, определитель
  • καθρέφτης στα ουκρανικά - Дзеркало, дзеркала, Зеркало
Τυχαίες λέξεις
Καθορισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: покласти, задати, налагодити, налагоджувати, фіксований