Пом'якшувати στα ελληνικά
Μετάφραση: пом'якшувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατευνάζω, καταπραΰνω, μούχλα, περονόσπορος, μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бігунок στα ελληνικά - μπικουτί, ολισθητής, ρυθμιστικό, ολισθητήρα, slider, ολισθητήρας
- дочку στα ελληνικά - κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
- копіювання στα ελληνικά - απαντώ, ανταπαντώ, αντίλογος, αντιγραφή, αντιγραφής, την αντιγραφή, η αντιγραφή, ...
- криж στα ελληνικά - πυγή, οπίσθια, γλουτούς, τους γλουτούς, γλουτών, γλουτοί
Τυχαίες λέξεις
Пом'якшувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατευνάζω, καταπραΰνω, μούχλα, περονόσπορος, μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Μεταφράσεις: κατευνάζω, καταπραΰνω, μούχλα, περονόσπορος, μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει