Помпи στα ελληνικά
Μετάφραση: помпи, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιμνούλα, αντλία, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безрозсудний στα ελληνικά - απελπισμένος, απεγνωσμένος, τρελλάρας, madcap, θεότρελα, θεότρελη, παλαβιάρικα
- вати στα ελληνικά - στριγγλίζω, μαλλί, μαλλιού, το μαλλί, μάλλινα, ερίου
- геологічний στα ελληνικά - γεωλογικός, γεωλογική, γεωλογικές, γεωλογικών, γεωλογικούς σχηματισμούς
- копірка στα ελληνικά - καρμπό, καρμπόν, χαρτί καρμπόν, ανθρακούχο χαρτί, χάρτου καρμπόν
Τυχαίες λέξεις
Помпи στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιμνούλα, αντλία, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Μεταφράσεις: λιμνούλα, αντλία, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία