Λιμνούλα στα ουκρανικά

Μετάφραση: λιμνούλα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незграбний, тупий, тупій, помпи, тупої, тьху, тупою, ставок, греблю, став, пруд
Λιμνούλα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιμνούλα

αντλία λιμνούλα, τεχνητή λιμνούλα, λιμνούλα κήπου, λιμνούλα σεφ, λιμνούλα στο μπαλκόνι, λιμνούλα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λιμνούλα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λιμασμένος στα ουκρανικά - пожирати, накидатися, ворон, розкрадання, викрадення, крадіжки
  • λιμνάζων στα ουκρανικά - відсталий, бездіяльний, тупий, тупій, стоячий, застій, застою
  • λιμοκτονώ στα ουκρανικά - голодуйте, жадати, голодувати, виснажувати, голодуватиме, голодуватимуть
  • λιμουζίνα στα ουκρανικά - зображення, лімузин, лимузин
Τυχαίες λέξεις
Λιμνούλα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: незграбний, тупий, тупій, помпи, тупої, тьху, тупою, ставок, греблю, став, пруд