Поняття στα ελληνικά

Μετάφραση: поняття, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έννοια, ιδέα, σύλληψη, αντίληψη, έννοιας, άποψη
Поняття στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дегенерація στα ελληνικά - εκφύλιση, εκφυλισμός, εκφυλισμό, εκφυλισμού, κηλίδας
  • докладати στα ελληνικά - ανακοινώνω, έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, αναφορά, την έκθεση
  • захворілий στα ελληνικά - άρρωστος, κακής, άρρωστοι, άρρωστο, της κακής
  • лялька στα ελληνικά - κούκλα, πιπίλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
Τυχαίες λέξεις
Поняття στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έννοια, ιδέα, σύλληψη, αντίληψη, έννοιας, άποψη