Έννοια στα ουκρανικά
Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
настирливий, жаднюга, неспокійний, набридлий, набридливий, поняття, уявлення, концепція, сенс, зміст, глузд, значення, смисл
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έννοια
έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έννοια στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ένζυμο στα ουκρανικά - ензим, фермент
- ένιωθα στα ουκρανικά - фетр, повсть, фетровий, Я
- ένοικος στα ουκρανικά - наймати, наймачі, орендувати, орендар, найняти, орендатор
- ένορκος στα ουκρανικά - присяжний, присяжного
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: настирливий, жаднюга, неспокійний, набридлий, набридливий, поняття, уявлення, концепція, сенс, зміст, глузд, значення, смисл
Μεταφράσεις: настирливий, жаднюга, неспокійний, набридлий, набридливий, поняття, уявлення, концепція, сенс, зміст, глузд, значення, смисл