Поривши στα ελληνικά
Μετάφραση: поривши, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαστούκι, ραπίζω, ορμέμφυτος, poryvshy
Μεταφράσεις
- абсурдність στα ελληνικά - παράλογος, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
- анархічний στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, άναρχη, άναρχο
- вилив στα ελληνικά - διάχυση, ξεχείλισμα, έκχυση, ξέσπασμα, επιφοίτηση, χείμαρρος
- кап στα ελληνικά - σταγόνες, σταγόνων, πτώσεις
Τυχαίες λέξεις
Поривши στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαστούκι, ραπίζω, ορμέμφυτος, poryvshy
Μεταφράσεις: χαστούκι, ραπίζω, ορμέμφυτος, poryvshy