Ραπίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ραπίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ляскати, ляпати, хляпати, плескати, поривши, стукнути, вдарити, грюкнути, ударити
Ραπίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ραπίζω

ραπίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ραπίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ραντεβού στα ουκρανικά - визначення, меблі, посада, призначання, означення, призначення
  • ραντιστήρι στα ουκρανικά - лейка, розприскувач, розбризкувач, розпилювач, разбризгиватель, розприскувача
  • ρατσισμός στα ουκρανικά - рознос, змагання, расизм
  • ρατσιστής στα ουκρανικά - расизм, расист, расистом, є расистом
Τυχαίες λέξεις
Ραπίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ляскати, ляпати, хляпати, плескати, поривши, стукнути, вдарити, грюкнути, ударити