Потенційний στα ελληνικά

Μετάφραση: потенційний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραυματίζω, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, τραυματισμός, τραύμα, λαβώνω, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Потенційний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • банкрут στα ελληνικά - σκύβω, πάπια, χρεοκοπημένος, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, ...
  • вернутися στα ελληνικά - βασιλικός, απόδοση, επιστροφή, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
  • дупель στα ελληνικά - διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, μπεκατσινιού, ...
  • ліквідність στα ελληνικά - ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα
Τυχαίες λέξεις
Потенційний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραυματίζω, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, τραυματισμός, τραύμα, λαβώνω, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς