Починаючий στα ελληνικά
Μετάφραση: починаючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχάριος, ατζαμής, εκκίνηση, ξεκινώντας, αρχίζοντας, εκκίνησης, την έναρξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- водянистий στα ελληνικά - υδαρής, υδαρή, υδαρές, υδατώδη, υδατώδες
- дійовий στα ελληνικά - ισχυρός, αναπληρωματικός, ζωντανός, λειτουργικός, αποτελεσματικός, ενεργός, ενεργό, ...
- заспокоювати στα ελληνικά - κατευνάζω, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- кекс στα ελληνικά - κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Τυχαίες λέξεις
Починаючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχάριος, ατζαμής, εκκίνηση, ξεκινώντας, αρχίζοντας, εκκίνησης, την έναρξη
Μεταφράσεις: αρχάριος, ατζαμής, εκκίνηση, ξεκινώντας, αρχίζοντας, εκκίνησης, την έναρξη