Предмет στα ελληνικά

Μετάφραση: предмет, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφογραμμή, αντικείμενο, σώμα, υπήκοος, υποκείμενο, θέμα, αντιτείνω, υπόκεινται, υπόκειται
Предмет στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • будова στα ελληνικά - κτήριο, υφή, κράτος, κρατίδιο, δομή, δομής, διάρθρωση, ...
  • горбастий στα ελληνικά - λοφώδης, horbastyy
  • грабує στα ελληνικά - γερός, ρωμαλέος, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
  • кокарда στα ελληνικά - κονκάρδα, κονκάρδας, σήμα στον πίλο, την κονκάρδα, κοκάρδα
Τυχαίες λέξεις
Предмет στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφογραμμή, αντικείμενο, σώμα, υπήκοος, υποκείμενο, θέμα, αντιτείνω, υπόκεινται, υπόκειται