Привілей στα ελληνικά

Μετάφραση: привілей, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεονέκτημα, επιεικής, προτέρημα, προνόμιο, ελευθερία, μακρόθυμος, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
Привілей στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ара στα ελληνικά - μακώ, Macaw, πτηνού ara
  • з'єднуватися στα ελληνικά - συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
  • козирки στα ελληνικά - ορίζοντας, γείσα, αντιανεμικά, αλεξήλια, παραφωτίδες, αντιανεμικά που
  • марне στα ελληνικά - μάταια, μάταιες, μάταιη, ματαίως, εις μάτην
Τυχαίες λέξεις
Привілей στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεονέκτημα, επιεικής, προτέρημα, προνόμιο, ελευθερία, μακρόθυμος, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο