Прикрашати στα ελληνικά

Μετάφραση: прикрашати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στολίζω, ψαλιδίζω, καλλωπίζω, κοσμώ, κομψός, λουσάρω, διακοσμώ, ιστός, κλαδεύω, κουρεύω, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν
Прикрашати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безтурботно στα ελληνικά - απρόσεκτα, απερίσκεπτα, απρόσεχτα, πλημμελή, ανέμελα
  • дитям στα ελληνικά - παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
  • заступати στα ελληνικά - παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν
  • качкодзьоб στα ελληνικά - χειροκρότημα, πλατύπους, Platypus, πλατύποδα, Το Platypus, από πλατύποδες
Τυχαίες λέξεις
Прикрашати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στολίζω, ψαλιδίζω, καλλωπίζω, κοσμώ, κομψός, λουσάρω, διακοσμώ, ιστός, κλαδεύω, κουρεύω, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν