Στολίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: στολίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикрасити, прикрасьте, прикрашати, Primp
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στολίζω
στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω αγγλικα, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στολίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στοιχηματίζω στα ουκρανικά - робітничий, парі, годувальник, заклад, робітник, ставка, робочий, ...
- στολή στα ουκρανικά - формений, рівномірний, одноманітний, уніформа, форма, форму
- στολισμός στα ουκρανικά - окрасу, орден, окраса, прикрасу, прикраса, украшение, прикраси
- στομάχι στα ουκρανικά - шлунок, черево, живіт
Τυχαίες λέξεις
Στολίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прикрасити, прикрасьте, прикрашати, Primp
Μεταφράσεις: прикрасити, прикрасьте, прикрашати, Primp