Καλλωπίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: καλλωπίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикрашувати, прикрасьте, прикрасити, прикрашати, вбиратися, наряджатися, одягатися
Καλλωπίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλωπίζω

καλλωπίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καλλωπίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καλλιτεχνικός στα ουκρανικά - мистецький, артистичний, художній
  • καλλονή στα ουκρανικά - красота, врода, красуня, принадність, краса, Крісто, Красота
  • καλοήθης στα ουκρανικά - плодоносний, прихильний, поблажливий, доброякісний, добрий, добрий або, добротний
  • καλοκάγαθος στα ουκρανικά - поблажливий, прихильний, плодоносний, доброзичливий, доброзичлива
Τυχαίες λέξεις
Καλλωπίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прикрашувати, прикрасьте, прикрасити, прикрашати, вбиратися, наряджатися, одягатися