Прилипати στα ελληνικά

Μετάφραση: прилипати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνομαι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Прилипати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • будова στα ελληνικά - κτήριο, υφή, κράτος, κρατίδιο, δομή, δομής, διάρθρωση, ...
  • біфштекс στα ελληνικά - μπριζόλα, φιλέτο, μπριζόλας, μπριζόλες, steak
  • ймовірність στα ελληνικά - εύσχημος, πιθανά, αληθοφανής, πιθανόν, μάλλον, πιθανότητα, πιθανότητας, ...
  • кримінолог στα ελληνικά - εγκληματολόγος, εγκληματολόγο, ο εγκληματολόγος, εγκληματολόγου
Τυχαίες λέξεις
Прилипати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνομαι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί