Πιάνομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: πιάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
горнучись, облягати, прилипати, рукоятка, руків'я, ручка
Πιάνομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιάνομαι

πιάνομαι εξ απήνης, πιάνομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πιάνομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πηδώ στα ουκρανικά - гіганти, нахилений, стрибати
  • πηνίο στα ουκρανικά - обмотка, шум, мотузка, вірьовка, кільце, обмотати, котушка, ...
  • πιάνω στα ουκρανικά - ручка, ловити, піймати, ухопитися, стягнути, яйця, хватка, ...
  • πιάτο στα ουκρανικά - черга, пересікати, перетинати, течія, наличник, тарілка, таріль, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιάνομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: горнучись, облягати, прилипати, рукоятка, руків'я, ручка