Притоку στα ελληνικά
Μετάφραση: притоку, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφθονία, εύπορος, πληροφορώ, εισροή, εισροής, εισροές, εισροών, ροή
Μεταφράσεις
- вимірюванню στα ελληνικά - μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
- економ στα ελληνικά - επιστάτης, θαλαμηπόλος, οικονόμος, μανταρίνι, οικονομία, Οικονομίας, οικονομία της, ...
- закрут στα ελληνικά - κολπίσκος, βρόχος, όρμο, όρμου, όρμος
- заспокоюватись στα ελληνικά - κοπάζω, μειώνω, ηρεμήσω, ηρεμήσουμε, ηρεμήσουν, ηρεμήσει, ηρέμησε
Τυχαίες λέξεις
Притоку στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφθονία, εύπορος, πληροφορώ, εισροή, εισροής, εισροές, εισροών, ροή
Μεταφράσεις: αφθονία, εύπορος, πληροφορώ, εισροή, εισροής, εισροές, εισροών, ροή