Прищуватий στα ελληνικά
Μετάφραση: прищуватий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοποθετώ, βάζω, pimply, σπυριάρη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- докучає στα ελληνικά - ενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
- зітріть στα ελληνικά - διαγραφή, διαγράψει, διαγράψετε, να διαγράψει, σβήσετε
- лихо στα ελληνικά - συμφορά, καταστροφή, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
- меч στα ελληνικά - σπάθα, ξίφος, στιγματίζω, μάρκα, σπαθί, σφραγίδα, το σπαθί, ...
Τυχαίες λέξεις
Прищуватий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοποθετώ, βάζω, pimply, σπυριάρη
Μεταφράσεις: τοποθετώ, βάζω, pimply, σπυριάρη