Приєднувати στα ελληνικά
Μετάφραση: приєднувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνορεύω, προσθέτω, γειτονεύω, εφάπτομαι, επισυνάπτω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- впоперек στα ελληνικά - απέναντι, σε όλη, σε ολόκληρη, σε όλη την, σε όλον
- десть στα ελληνικά - δεσμίς 24 φύλλων, quire, εργασίας που απαιτούν, ρίς
- клерикалізм στα ελληνικά - παπαδοκρατία, κληρικοκρατία, κληρικαλισμό, κληρικαλισμός, κληρικοφροσύνη
- кровообіг στα ελληνικά - κυκλοφορία, κυκλοφορίας, την κυκλοφορία, κυκλοφορία του
Τυχαίες λέξεις
Приєднувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνορεύω, προσθέτω, γειτονεύω, εφάπτομαι, επισυνάπτω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Μεταφράσεις: συνορεύω, προσθέτω, γειτονεύω, εφάπτομαι, επισυνάπτω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί