Επισυνάπτω στα ουκρανικά
Μετάφραση: επισυνάπτω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придавати, приєднувати, додавати, додати, приєднайте, привішувати, тулити, прикріпити, укладати, містити, укладатиме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισυνάπτω
επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω στα αγγλικά, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω αγγλικα, επισυνάπτω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επισυνάπτω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιστόμιο στα ουκρανικά - кусок, приголомшливе, шматок, ковток, мундштук
- επιστύλιο στα ουκρανικά - архітрав
- επισφαλής στα ουκρανικά - невпевнено, хибкий, непевно, тріснутий, ненадійний, тремтячий, небезпечний
- επισύρω στα ουκρανικά - притягувати, приваблювати, відпускати, тягнути, рикошет, звернути, спокушати, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισυνάπτω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: придавати, приєднувати, додавати, додати, приєднайте, привішувати, тулити, прикріпити, укладати, містити, укладатиме
Μεταφράσεις: придавати, приєднувати, додавати, додати, приєднайте, привішувати, тулити, прикріпити, укладати, містити, укладатиме