Промисловий στα ελληνικά

Μετάφραση: промисловий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμαλφής, πολύτιμος, βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
Промисловий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арка στα ελληνικά - τόξο, αψίδα, καμάρα, τόξου, καμάρας
  • астрофізика στα ελληνικά - αστροφυσική, Αστροφυσικής, την αστροφυσική, της αστροφυσικής, η αστροφυσική
  • кволо στα ελληνικά - τιμωρώ, Χίλο, Hilo
  • лавірувати στα ελληνικά - ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Τυχαίες λέξεις
Промисловий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμαλφής, πολύτιμος, βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές