Простій στα ελληνικά

Μετάφραση: простій, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαλακρός, αργόσχολος, τεμπέλης, καραφλός, απλώς, αδρανής, άτεχνος, άνεργος, downtime, διακοπής λειτουργίας, διαστήματα διακοπής, χρόνο διακοπής, χρόνου διακοπής
Простій στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • глушитель στα ελληνικά - σιγαστήρας, σιγαστήρα, σιλανσιέ, του σιγαστήρα, εξάτμιση
  • дзвіночок στα ελληνικά - κουδούνι, Campanula, η campanula, καμπανούλα, την Campanula
  • жестикулюйте στα ελληνικά - χειρονομώ, χειρονομίες, κινήσεις, χειρονομιών, τις χειρονομίες, κινήσεων
  • заблокувати στα ελληνικά - φραγμός, στηρίγματα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Τυχαίες λέξεις
Простій στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαλακρός, αργόσχολος, τεμπέλης, καραφλός, απλώς, αδρανής, άτεχνος, άνεργος, downtime, διακοπής λειτουργίας, διαστήματα διακοπής, χρόνο διακοπής, χρόνου διακοπής