Καραφλός στα ουκρανικά
Μετάφραση: καραφλός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лисий, прямій, простій, безколірний, убогий, Відсутнє, голомозий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καραφλός
ανδρέας καραφλός, καραφλός ή φαλακρός, καραφλός φαλακρός, καραφλός ετυμολογία, καραφλός ηλεκτρικά, καραφλός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καραφλός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καραμπίνα στα ουκρανικά - артилерист, канавка, обстрілювати, гармата, поріг, стромовина, брижа, ...
- καραούλι στα ουκρανικά - годинний, годинною, годинниковий, охорона, охорону, охрана
- καρδάρα στα ουκρανικά - маслоробка, маслобойка, олійниця, олійня, маслобійка
- καρδαμώνω στα ουκρανικά - підтримувати, підкріплювати, укріплювати, кардамон
Τυχαίες λέξεις
Καραφλός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лисий, прямій, простій, безколірний, убогий, Відсутнє, голомозий
Μεταφράσεις: лисий, прямій, простій, безколірний, убогий, Відсутнє, голомозий