Простір στα ελληνικά
Μετάφραση: простір, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάστημα, έκταση, βαθμός, χώρος, πλάτος, δωμάτιο, διαστολή, εύρος, μέρος, εξάπλωση, χώρο, χώρου, κόπηκε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акварель στα ελληνικά - ακουαρέλα, υδατογραφία, ακουαρέλας, watercolor, υδατογραφίας
- анестезія στα ελληνικά - αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
- дурка στα ελληνικά - Durko
- засуха στα ελληνικά - ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
Τυχαίες λέξεις
Простір στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάστημα, έκταση, βαθμός, χώρος, πλάτος, δωμάτιο, διαστολή, εύρος, μέρος, εξάπλωση, χώρο, χώρου, κόπηκε
Μεταφράσεις: διάστημα, έκταση, βαθμός, χώρος, πλάτος, δωμάτιο, διαστολή, εύρος, μέρος, εξάπλωση, χώρο, χώρου, κόπηκε