Процвітаючий στα ελληνικά

Μετάφραση: процвітаючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φειδωλός, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες
Процвітаючий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вакцинація στα ελληνικά - εμβολιασμός, εμβόλιο, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
  • випинатися στα ελληνικά - διογκώνω, προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
  • віднині στα ελληνικά - ως εκ τούτου,, ως εκ τούτου, εκ τούτου, κατά συνέπεια
  • жорстоко στα ελληνικά - μενεξές, άγρια, απάνθρωπα, σκληρά, αυστηρά, δριμύτατα, σκληρότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Процвітаючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φειδωλός, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες