Прямовисно στα ελληνικά

Μετάφραση: прямовисно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απότομος, καθαρός, απόκρημνος, απόλυτος, καθαρή, απόλυτη, τεράστια
Прямовисно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бампер στα ελληνικά - προφυλακτήρας, προφυλακτήρα, του προφυλακτήρα, προφυλακτήρων
  • близнюк στα ελληνικά - δίδυμο, δίδυμος, μονά, δύο μονά, twin
  • вилазка στα ελληνικά - έκρηξη, εξόρμηση, εκπηδώ, εξορμώ, έξοδος, Sally
  • лисий στα ελληνικά - γύπας, καραφλός, φαλακρός, σέξι, φαλακρό, Bald, φαλακρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Прямовисно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απότομος, καθαρός, απόκρημνος, απόλυτος, καθαρή, απόλυτη, τεράστια