Прямувати στα ελληνικά

Μετάφραση: прямувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυθμός, στέλεχος, βήμα, κυνηγώ, προορίζω, δρασκελιά, παγανίζω, φόρα, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
Прямувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • видавати στα ελληνικά - εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι, εκπέμπω, αναδίνω, απεικόνιση, προδίδω, έκδοση, ...
  • глиб στα ελληνικά - βάθος, το εσωτερικό, η εσωτερική, στο εσωτερικό, το εσωτερικό του, ο εσωτερικός
  • легендарний στα ελληνικά - υπέροχος, απίθανος, μυθικός, θρυλικό, θρυλική, θρυλικού, θρυλικός
  • манери στα ελληνικά - συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
Τυχαίες λέξεις
Прямувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυθμός, στέλεχος, βήμα, κυνηγώ, προορίζω, δρασκελιά, παγανίζω, φόρα, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε